Thank you very much for visiting my blog.
Σας ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη σας στο blog μου.

25 Ιουλ 2015

Impedance cardiography (ICG) - Ρεοκαρδιογραφία - Αναίμακτη αιμοδυναμική μελέτη

man-3
Περίληψη
Έχουν  περάσει  σαράντα  χρόνια  αφότου  σχεδιάστηκε  η  τεχνική  για  την  μέτρηση  και  την  παρακολούθηση  των  βασικών  αιμοδυναμικών  παραμέτρων  σε  ανθρώπους  με  την  μέθοδο  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  που  είναι  επίσης  γνωστή  ως  πληθυσμογραφία  αντιστάσεων  του  θώρακα  ή  ηλεκτρική  βιοαντίσταση  του  θώρακα.  Με  την  μέθοδο  αυτή  υπολογίζουμε  τον  όγκο  παλμού  και  την  καρδιακή  παροχή,  μπορούμε  να  εκτιμήσουμε  το  προφορτίο  μέσω  της  εκτίμησης  της  περιεκτικότητας  του  θώρακα  σε  υγρά,  το  μεταφορτίο  με  την  μέτρηση  των  συστηματικών  αγγειακών  αντιστάσεων  και  της  συσταλτικότητας – φορτίου,  με  την  μέτρηση  του  δείκτη  επιτάχυνσης  και  του  δείκτη  ταχύτητας.  Επιπροσθέτως  υπολογίζονται  η  προσυστολική  ή  προεξωθητική  περίοδος,  ο  χρόνος  συστολής  και  ο  χρόνος  εξώθησης  της  αριστεράς  κοιλίας,  η  χρονική  αναλογία  της  συστολικής  περιόδου  και  ο  καρδιακός  ρυθμός.  Η  επιτευχθείσα  πρόοδος  στα  ψηφιακά  ηλεκτρονικά  συστήματα  σημάτων  και  η  ανάπτυξη  αλγορίθμων  βελτίωσαν  σημαντικά  την  ποιότητα  και  την  αξιοπιστία  των  προσλαμβανόμενων  τιμών. 
Η  ακρίβεια  και  η  επαναληψιμότητα  των  αποτελεσμάτων  επιβεβαιώθηκαν  από  μελέτες  που  συγκρίνανε  τα  ευρήματα  της  μεθόδου  με  τα  αντίστοιχα  μετά  από  υπερηχογραφικές  ή  επεμβατικές  μεθόδους.  Η  διαγνωστική  μέθοδος  εφαρμόστηκε  με  απόλυτη  επιτυχία  σε  μονάδες  εντατικής  θεραπείας,  σε  χειρουργικές  επεμβάσεις  και  κατά  την  διάρκεια  της  αιμοκάθαρσης.  Επίσης  εφαρμόστηκε  επιτυχώς  σαν  επαναλαμβανόμενη  μέθοδος  εκτίμησης  των  αιμοδυναμικών  παραμέτρων  για  την  αξιολόγηση  της  θεραπευτικής  αγωγής  σε  υπερτασικούς  ασθενείς  και  σε  πάσχοντες  από  καρδιακή  ανεπάρκεια,  όπως  και  σε  καρδιοπαθείς  εγκυμονούσες.  Προτείνεται  δε  σήμερα  η  μέθοδος  σαν  εξέταση  αρχικής  εκτίμησης  τόσο  ασθενών  ευρισκόμενων  σε  σοβαρή  κατάσταση  στα  τμήματα  πρώτων  βοηθειών  όσο  και  σε  κάθε  ασθενή  με  δύσπνοια,  υπέρταση  ή  υπόταση,  ή  σε  κάθε  ασθενή  που  πάσχει  από  πνευμονική  υπέρταση  ή  προγραμματίζεται  για  κολποκοιλιακή  ή  αμφικοιλιακή    βηματοδότηση.  Η  μέθοδος  αποδεικνύεται  πολύτιμο  διαγνωστικό  εργαλείο  χωρίς  κλινικά  προβλήματα  ή  τεχνικές  δυσκολίες,  χωρίς  τους  κινδύνους  της  επεμβατικής  παρακολούθησης  της  πνευμονικής  κυκλοφορίας  και  χωρίς  τους  μικρούς  αλλά  υπαρκτούς  κινδύνους  ή  τους  περιορισμούς  από  τις  χρονοβόρες  ημιεπεμβατικές  υπερηχογραφικές  δοκιμασίες.  Οι  περιορισμοί  της  μεθόδου  είναι  ελάχιστες,  περιλαμβάνουν  μόνο  άτομα  με  ακραία  ανθρωπομετρικά  χαρακτηριστικά,  πάσχοντες  από  επίμονες  και  σοβαρές  αρρυθμίες  και  βηματοδοτημένους  με  αισθητήρα  minute  validation.        


Η  καρδιογραφία  αντίστασης  στην  αρτηριακή  υπέρταση
Η  ICG  χρησιμοποιείται  στην  διάγνωση  και  στην  θεραπεία  των  υπερτασικών  ασθενών.  Παρόλο  που  η  αρτηριακή  υπέρταση  καθορίζεται  από  τις  αυξημένες  τιμές  αρτηριακής  πίεσης  αίματος,  σχετίζεται  επίσης  με  ανώμαλη  καρδιακή  παροχή,  με  τις  αγγειακές  αντιστάσεις  και  με  την  ενδοτικότητα  των  αρτηριών.  Η  αρτηριακή  ενδοτικότητα  (susceptibility)  ορίζεται  ως  η  σχέση  του  όγκου  παλμού  SV  (stroke  volume)  προς  την  πίεση  παλμού  PP  (pulse  pressure)  και  εκφράζει  την  διαφορά  μεταξύ  της  συστολικής  και  διαστολικής  αρτηριακής  πίεσης.   
Η  γνώση  των  αιμοδυναμικών  παραμέτρων  επί  αρτηριακής  υπέρτασης  έχει  μεγάλη  σημασία  στην  αιτιολογική  διάγνωση,  στην  ολοκληρωμένη  αξιολόγηση  της  κυκλοφορίας  του  αίματος,    στην  εκτίμηση  του  βαθμού  κινδύνου  και  στην  κλινική  αξιολόγηση  της  ακολουθούμενης  θεραπείας.  Η  αρτηριακή  υπέρταση  δεν  αποτελεί  από  μόνη  της  επαρκές  κριτήριο  αξιολόγησης  όλου  του  κυκλοφοριακού  συστήματος.  Η  μέση  αρτηριακή  πίεση  (mean  arterial  pressure,  MAP)  είναι  εξαρτώμενη  από  δυο  άλλους  αιμοδυναμικούς  παραμέτρους,  την  καρδιακή  παροχή  (cardiac  output,  CO)  και  τις  συστηματικές  αγγειακές  αντιστάσεις  (systemic  vascular  resistance,  SVR).  Η  αρτηριακή  υπέρταση  μπορεί  να  είναι  αποτέλεσμα  αυξημένης  καρδιακής  παροχής  ή  αυξημένων  αγγειακών  περιφερικών  αντιστάσεων  ή  συναύξησης  και  των  δυο  αυτών  παραμέτρων.  Οι  αιμοδυναμικές  παρατηρήσεις  με  την  ICG  επιτρέπουν  την  αιτιολογική  διαφορική  διάγνωση  αυτών  των  ασθενών,  διακρίνοντας  αυτούς  που  έχουν  αυξημένη  καρδιακή  παροχή  από  αυτούς  που  έχουν  αυξημένες  αγγειακές  αντιστάσεις  ή  αυτούς  που  παρουσιάζουν  συνύπαρξη  και  των  δυο  αυτών  μηχανισμών.  
Στις  μελέτες  των  Linb  και  Eisenberg  όπου  αξιολογήθηκε  η  αντιυπερτασική  θεραπεία  με  την  μέθοδο  της  ICG,  η  χρήση  ενός  β-αναστολέα,  της  προπρανολόλης,  είχε  ευνοϊκή  αντιυπερτασική  επίδραση  σε  ασθενείς  με  αυξημένη  καρδιακή  παροχή,  ενώ  ο  αναστολέας  ασβεστίου  (διυδροπυριδίνη)  νιφεδιπίνη  ήταν  αποτελεσματικός  στην  κάμψη  της  υπέρτασης  των  ασθενών  με  αυξημένες  περιφερικές  αγγειακές  αντιστάσεις.  Επίσης  παρατήρησαν  ότι  με  την  πάροδο  του  χρόνου,  καθώς  οι  ασθενείς  είχαν  όλο  και  μεγαλύτερη  ηλικία,  σημειώνεται  σταδιακά  μείωση  της  καρδιακής  παροχής  και  αύξηση  των  περιφερικών  αγγειακών  αντιστάσεων.  Επομένως,  σε  νέους  ενήλικες  συνήθως  η  υπέρταση  σχετίζεται  με  αυξημένη  καρδιακή  παροχή  ενώ  σε  πιο  ηλικιωμένους  συνδέεται  με  αύξηση  των  αγγειακών  αντιστάσεων. 

Η  ICG  μπορεί  να  χρησιμοποιηθεί  με  επιτυχία  για  την  εκτίμηση  του  κινδύνου  εμφάνισης  επιπλοκών  από  την  αρτηριακή  υπέρταση.  Η  ερευνητική  ομάδα  του  Galarza  εξέτασε  με  την  μέθοδο  της  ICG  δυο  ομάδες  υπερτασικών  ασθενών,  εκ  των  οποίων  η  πρώτη  είχε  ιστορικό  αγγειακού  εγκεφαλικού  επεισοδίου  ενώ  η  δεύτερη  ήταν  ελεύθερη  τέτοιου  ιστορικού.  Διαπίστωσαν  ότι  στην  πρώτη  ομάδα  η  καρδιακή  παροχή  ήταν  πλέον  μειωμένη  και  οι  περιφερικές  αγγειακές  αντιστάσεις  περισσότερο  αυξημένες.  Αυτές  οι  διαφορές  ήταν  παρούσες  και  εμμένουσες  παρά  την  επίτευξη  ταυτόσημου  αντιυπερτασικού  αποτελέσματος  και  παρά  την  χορήγηση  ίδιας  αντιυπερτασικής  αγωγής.

Η  μέθοδος  της  ICG  χρησιμοποιήθηκε  για  την  εκτίμηση  της  μη  φαρμακευτικής  αντιμετώπισης  των  ασθενών  με  καλοήθη  αρτηριακή  υπέρταση.  Σε  ασθενείς  που  τέθηκαν  σε  δίαιτα  με  χαμηλή  περιεκτικότητα  νατρίου,  η  καρδιογραφία  αντίστασης  έδειξε  μείωση  του  όγκου  παλμού,  ελάττωση  της  διαστολικής  αρτηριακής  πίεσης,  αύξηση  της  βασικής  αντίστασης  του  θώρακα,  ελάττωση  της  περιεκτικότητας  σε  υγρά  του  θώρακα  (thoracic  fluid  content,  TFC)  και  μείωση  του  όγκου  των  εξωκυττάριων  υγρών.  Οι  μετρήσεις  όλων  των  επιμέρους  αιμοδυναμικών  παραμέτρων  είναι  χρήσιμες  στην  επιλογή  του  είδους  της  αντιυπερτασικής  θεραπείας,  στην  επιλογή  της  δόσης  των  φαρμάκων  και  στην  εκτίμηση  της  αποτελεσματικότητας  της  θεραπείας.  Μεγάλη  σειρά  δημοσιεύσεων  ερευνητικών  δεδομένων  έχει  δείξει  ότι  η  αντιυπερτασική  θεραπεία  που  εφαρμόζεται  στηριζόμενη  στα  αιμοδυναμικά  δεδομένα  της  ICG,  επιφέρει  βέλτιστο  αποτέλεσμα  στον  έλεγχο  της  αρτηριακής  πίεσης.

Οι  Taler  και  συν.  εξέτασαν  104  υπερτασικούς  ασθενείς  που  παρουσίαζαν  ανεπαρκή  ρύθμιση  της  αρτηριακής  πίεσης,  ενώ  ελάμβαναν  δυο  ή  και  περισσότερα  φάρμακα.  Οι  ασθενείς  αυτοί  τυχαιοποιήθηκαν  σε  δυο  ομάδες,  εκ  των  οποίων  η  πρώτη  έλαβε  αντιυπερτασική  αγωγή  καθοδηγούμενη  από  τις  αιμοδυναμικές  παραμέτρους  της  καρδιογραφίας  αντίστασης,  ενώ η  δεύτερη  ακολούθησε  την  κλασσική  εμπειρική  θεραπεία.  Ως  κριτήριο  επαρκούς  ρύθμισης  αναγνωρίστηκε  η  επίτευξη  πίεσης  κάτω  από  140  και  90  mmHg  συστολικής  και  διαστολικής  πίεσης  αντιστοίχως.  Σύμφωνα  με  τα  αποτελέσματά  τους,  η  επίτευξη  σωστής  ρύθμισης  ήταν  70%  συχνότερη  στην  ομάδα  που  καθοδηγείτο  από  την  καρδιογραφία  αντίστασης.  Σε  αυτή  την  ομάδα  παρατηρήθηκε  μεγαλύτερη  πτώση  των  αγγειακών  αντιστάσεων,  ενώ  ταυτόχρονα  χρησιμοποιήθηκε  πιο  έντονη  διουρητική  αγωγή,  βασιζόμενη  στα  επίπεδα  της  περιεκτικότητας  του  θώρακα  σε  υγρό  (TFC).   
Σε  ασθενείς  με  ανθεκτική  αρτηριακή  υπέρταση,  δηλαδή  σε  ασθενείς  όπου  η  συστολική  πίεση  εξακολουθεί  να  είναι  πάνω  από  140 mmHg  ή  η  διαστολική  πίεση  πάνω  από  90  mmHg  παρά  την  λήψη  αγωγής,  οι  Sharman  και  συν.  εφάρμοσαν  θεραπευτικό  πρωτόκολλο  με  χορήγηση  δυο  φαρμάκων,  καθοδηγούμενοι  από  τις  αιμοδυναμικές  υποδείξεις  της  καρδιογραφίας  αντίστασης.  Με  τον  τρόπο  αυτό  κατάφεραν  νορμοτασική  ρύθμιση  στο  51,7 %  των  ανθεκτικών  υπερτασικών,  στους  οποίους  πριν  δεν  είχε  γίνει  διαγνωστική  χρήση  και  θεραπευτική  αξιοποίηση  των  ευρημάτων  της  καρδιογραφίας  αντίστασης.  Παρόμοια  ευρήματα  και  παρεμφερή  θεραπευτικά  συμπεράσματα  ανέφεραν  οι  Shramek  και  συν.,  οι  οποίοι  συμπέραναν  ότι  η  χρήση  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  βοηθάει  στην  βέλτιστη  αντιυπερτασική  αγωγή.  Επίσης  συμπέραναν  ότι  οι  αποκλίσεις  των  τιμών  των  αιμοδυναμικών  παραμέτρων  από  τις  αναμενόμενες,  είτε  υποδεικνύουν  τους  ασθενείς  που  διέκοψαν  πρώιμα  την  θεραπεία  είτε  δηλώνουν  εμφάνιση  επιπλοκών  όπως  την  επιδείνωση  της  νεφρικής  λειτουργίας.  Επιπροσθέτως,  συμπέραναν  ότι  επί  εφαρμογής  ορθής  και  καθοδηγούμενης  αγωγής,  η  εμφάνιση  επιδείνωσης  των  δεικτών  μυοκαρδιακής  συσταλτικότητας  VI  και  STR,  συνήθως  υποδεικνύουν  ανάπτυξη  ανεπάρκειας  της  αριστεράς  κοιλίας.  Οι  δείκτες  αυτοί  κρίθηκαν  ως  οι  πλέον  πρώιμοι  ανιχνευτές  καρδιακής  ανεπάρκειας  είτε  οφειλόταν  σε  βαλβιδοπάθεια  είτε  σε  ισχαιμία  απότοκης  στεφανιαίας  αθηρωμάτωσης. 


Η  καρδιογραφία  αντίστασης  στην  αναπνευστική  συμπτωματολογία
Η  Καρδιογραφία  αντίστασης  είναι  χρήσιμη  στην  διαφορική  διάγνωση,  στην  διάγνωση,  στην  λήψη  επειγουσών  θεραπευτικών  αποφάσεων  και  στην  προγνωστική  αξιολόγηση  μιας  μεγάλης  σειράς  περιπτώσεων  όπου  προεξάρχει  η  σημειολογία  ή  η  συμπτωματολογία  από  το  αναπνευστικό,  όπως  είναι  η  δύσπνοια  ή  η  πνευμονική  υπέρταση.  Η  ομάδα  των  Springfield  και  συν.  οδηγήθηκε  στο  συμπέρασμα  ότι  η  χρήση  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  μπορεί  με  στατιστική  βεβαιότητα  να  διακρίνει  αν  η  δύσπνοια  είναι  καρδιακής  ή  μη  καρδιακής  αιτιολογίας.  Στο  εγχειρίδιο  χρήσης  της  συσκευής  που  κυκλοφόρησε  η  CardioDynamics  το  2001  εμπεριέχεται  ο  υπολογισμός  της  πίεσης  ενσφήνωσης  της  πνευμονικής  αρτηρίας,  ως  υπολογιζόμενη  αλγοριθμικά.  Έκτοτε  χρησιμοποιήθηκε  σε  δεκάδες  μελέτες  σε  ασθενείς  με  πνευμονική  υπέρταση  ή  και  σε  ασθενείς  με  αυξημένες  αγγειακές  πνευμονικές  αντιστάσεις,  με  μεγάλη  στατιστική  συμφωνία.  Στην  μελέτη  των  Chatziantoniou  και  συν  επιβεβαιώθηκε  η  σημαντική  προσφορά  της  μεθόδου  ICG  ως  αλάνθαστου  κριτήριου  πρώτης  διαφοροδιαγνωστικής  προσέγγισης  του  δυσπνοϊκού  ασθενούς.     
Οι  Ziegler  και  συν.  αξιοποίησαν  τον  αναίμακτο  αιμοδυναμικό  προσδιορισμό  της  καρδιακής  παροχής  στην  παρακολούθηση  ασθενών  ευρισκόμενων  σε  μηχανικό  αερισμό  και  διαπίστωσαν  σχεδόν  ταυτόσημα  ευρήματα  εν  σχέση  με  την  επεμβατική  μέθοδο  της  θερμοαραίωσης.   

 
Η  καρδιογραφία  αντίστασης  στην  καρδιοχειρουργική
Η  καρδιογραφία  αντίστασης  είναι  πολλαπλώς  χρήσιμη  στην  λήψη  θεραπευτικών  αποφάσεων  κατά  την  περίοδο  φροντίδας  μετά  από  επέμβαση  αορτοστεφανιαίας  παράκαμψης.  Επίσης,  την  ίδια  θετική  συνεισφορά  μπορεί  να  παρουσιάσει  σε  ασθενείς  νοσηλευόμενους  σε  μονάδες  εντατικής  θεραπείας  και  σε  ασθενείς  που  υποβάλλονται  σε  αιμοκάθαρση,  όπου  πολύτιμος  κρίνεται  ο  υπολογισμός  του  όγκου  παλμού  και  η  περιεκτικότητα  σε  υγρά  της  θωρακικής  κοιλότητας.  Σε  ασθενείς  δε  που  φέρουν  βηματοδότη,  επιπλέον  διευκολύνεται  η  βελτιστοποίηση  των  παραμέτρων  βηματοδότησης. 
Οι  Silver  και  συν.  έδειξαν  την  σπουδαιότητα  από  την  εφαρμογή  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  σε  ασθενείς  που  έφεραν  συσκευή  μηχανικής  υποβοήθησης  της  αριστεράς  κοιλίας.  Στις  μελέτες  των  Thangathurai  και  συν.,  των  Roessler  και  συν.,  όπως  και  των  Savino  και  συν.,  επιβεβαιώθηκε  η  σημασία  της  συνεχούς  διεγχειρητικής  αναίμακτης  αιμοδυναμικής  παρακολούθησης  των  ασθενών  που  υποβάλλονται  σε  ποικίλες  χειρουργικές  επεμβάσεις  και  ιδιαίτερα  τονίστηκε  η  σπουδαιότητα  στους  ηλικιωμένους  ασθενείς.  Τόσο  οι  προαναφερόμενοι  τρεις  συγγραφείς  όσο  και  οι  Koerner    και  συν.  και  Feng  και  συν.,  αναγνώρισαν  την  σπουδαιότητα  της  χρήσης  των  αναίμακτων  αιμοδυναμικών  δεικτών  ACI VI  και  dz/dt  στην  διάγνωση  της  στεφανιαίας  καρδιοπάθειας.  
Σημαντικά  χαμηλότερες  παράμετροι  συσταλτικότητας  και  ιδίως  οι  ACI  και  dz/dt  παρατηρήθηκαν  σε  ασθενείς  με  γνωστή  στεφανιαία  καρδιοπάθεια,  τόσο  στην  ηρεμία  όσο  και  στην  προσπάθεια,  παρά  σε  άτομα  που  δεν  έπασχαν  από  στεφανιαία  νόσο.  Το  σημαντικότερο  όμως  διαφοροδιαγνωστικό  στοιχείο  είναι  ότι  μεταξύ  των  δυο  ομάδων  στεφανιαίων  και  μη  ασθενών  δεν  βρέθηκαν  σημαντικές  διαφορές  ως  προς  τον  όγκο  παλμού  SV.  Το  συμπέρασμα  από  τις  παρατηρήσεις  αυτές  είναι  ότι  οι  δείκτες  ACI  και  dz/dt  αποτελούν  την  πρωιμότερη  διαγνωστική  προσέγγιση  της  στεφανιαίας  νόσου,  ιδίως  όταν  επισυμβαίνει  δυσανάλογη  πτώση  των  επιπέδων  τους  σε  συνθήκες  ελαφριάς  παραγωγής  σωματικού  μόχθου.                        



Η  καρδιογραφία  αντίστασης  στην  εγκυμοσύνη
Η  καρδιογραφία  αντίστασης  έχει  αποδειχθεί  πολύ  χρήσιμη  για  την  παρακολούθηση  των  μεταβολών  των  αιμοδυναμικών  παραμέτρων  του  κυκλοφορικού  συστήματος  στις  εγκυμονούσες  γυναίκες.  Επίσης  πολύτιμος  είναι  ο  ρόλος  της  σε  νεογνά,  σε  βρέφη  και  σε  παιδιά,  αφού  η  μέθοδος  αφ΄ ενός  μεν  μπορεί  να  χρησιμοποιηθεί  με  επιτυχία,  αφ΄ εταίρου  δε  στερείται  επιπλοκών,  ενώ  η  διενέργεια  καθετηριασμού  πνευμονικής  αρτηρίας  σε  αυτές  τις  ηλικίες  είναι  από  δυσχερής  έως  αδύνατη.  Λόγω  της  περιορισμένης  επιφάνειας  του  σώματος,  όταν  εφαρμόζεται  η  μέθοδος  ICG  σε  βρέφη  ή  σε  νεογνά,  χρησιμοποιείται  διαφορετική  διαμόρφωση  τοποθέτησης  των  αισθητήρων  της  συσκευής  και  ταυτοχρόνως  χρησιμοποιούνται  ειδικά  καλώδια.  Σε  αυτές  τις  περιπτώσεις  οι  δημοσιευμένες  μελέτες  δεν  παρουσιάζουν  έως  σήμερα  ομοφωνία  συμπερασμάτων  και  ως  εκ  τούτου  εγγύηση  αξιοπιστίας  των  μετρήσεων  δεν  παρέχεται.  Η  εφαρμογή  της  μεθόδου  στα  βρέφη  και  ειδικά  στα  νοσηλευόμενα  σε  θερμοκοιτίδες  θα  πρέπει  να  γίνεται  ως  ενδεικτική  χρήσιμων  πληροφοριών  μόνο  και  να  μην  εκλαμβάνονται  οι  τιμές  των  αιμοδυναμικών  παραμέτρων  ως  στατιστικά  ασφαλείς,  έως  ότου  αναπτυχθούν  και  δημοσιευθούν  νέοι  επιβεβαιωμένοι  αλγόριθμοι.            


Η  καρδιογραφία  αντίστασης  στην  καρδιακή  βηματοδότηση
Μεγάλες  προοπτικές  φαίνεται  πως  ανοίγονται  από  την  καθοδηγητική  εφαρμογή  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  για  την  επίτευξη  βέλτιστων  κολποκοιλιακών  ρυθμίσεων  σε  βηματοδότες  DDD,  ενώ  ήδη  η  μέθοδος  καθιερώθηκε  σαν  ιδανικός  αλγόριθμος  για  τους  βηματοδότες  CRT Η  ICG  διαβιβάζει  ένα  μικρό  ρεύμα  υψηλής  συχνότητας  μέσω  του  θώρακα  και  στην  συνέχεια  υπολογίζει  την  αντίσταση.  Αυτό  το  μικρό  ρεύμα  μπορεί  να  επηρεάσει  μερικούς  βηματοδότες  που  διαθέτουν  ειδικές  λειτουργίες  ανίχνευσης.  Μέχρι  σήμερα  έχει  επιβεβαιωθεί  ότι  τα  ηλεκτρικά  σήματα  της  ICG  παρεμβαίνουν  μόνο  στους  «ελεγχόμενου  ρυθμού  ανταποκρινόμενους  βηματοδότες»  που  συνήθως  αποκαλούνται  «minute  ventilation  pacemakers  MVP».  Αυτοί  οι  βηματοδότες  ανιχνεύουν  τα  σήματα  ηλεκτρικής  αντίστασης  (impedance)  από  τις  αναπνευστικές  κινήσεις  προκειμένου  να  ρυθμίσουν  την  συχνότητα  των  καρδιακών  ερεθισμάτων  και  μπορεί  κατά  λάθος  να  εκλάβουν  την  μεταβολή  της  αντίστασης  από  το  σήμα  της  ICG  ως  αναπνευστικό  σήμα.  Ως  εκ  τούτου  προκειμένου  να  εφαρμοστεί  η  μέθοδος  σε  βηματοδοτημένο  ασθενή,  πρέπει  να  έχει  εξασφαλιστεί  ότι  ο  βηματοδότης  δεν  είναι  MVP       


Διαφορική  διάγνωση  της  δύσπνοιας
Οι  Springfield  και  συν.  έδειξαν  ότι  η  καρδιογραφία  αντίστασης  είναι  χρήσιμο  εργαλείο  στην  διαφοροδιαγνωστική  προσπέλαση  δυσπνοϊκών  ασθενών.  Οι  ερευνητές  αυτοί  διαπίστωσαν  σημαντικές  διαφορές  στον  καρδιακό  δείκτη  CI,  στην  αναλογία  του  συστολικού  χρόνου  STR  και  στον  δείκτη  ταχύτητας  VI.  Συγκεκριμένα,  στην  ομάδα  της  δύσπνοιας  καρδιογενούς  αιτιολογίας  ο  μέσος  CI  ήταν  2,2  έναντι  3,1  της  ομάδας  μη  καρδιογενούς  δύσπνοιας,  (ρ<0,0001),  το  μέσο  STR  βρέθηκε  0,52  έναντι  0,37  (ρ<0,01)  και  οι  μέσες  τιμές  του  VI  ήταν  32,9  έναντι  42,7  (ρ<0,01),  αντίστοιχα  στις  προαναφερόμενες  ομάδες. 



Θεραπευτική  στρατηγική  καθοδηγούμενη  από  αιμοδυναμικές  παραμέτρους
Οι  Albert  και  συν.  συμπέραναν  ότι  η  διαθεσιμότητα  των  αιμοδυναμικών  παραμέτρων  μπορεί  να  επηρεάσει  ευμενώς  την  ακολουθούμενη  θεραπεία.  Στην  μελέτη  που  πραγματοποίησαν  με  ασθενείς  που  είχαν  χαμηλή  καρδιακή  παροχή  CO,  η  συχνή  παρακολούθηση  της  καρδιακής  απόδοσης,  αύξησε  τον  αριθμό  των  θεραπευτικών  αποφάσεων,  ενώ  ταυτόχρονα  ελάττωσε  τον  μέσο  χρόνο  νοσηλείας  κατά  δυο  ημέρες.  
Στην  μελέτη  ED-IMPACT  αξιολογήθηκε  η  αιμοδυναμική  συνεισφορά  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  στην  λήψη  θεραπευτικών  χειρισμών  σε  ασθενείς  με  δύσπνοια  που  αντιμετωπίστηκαν  στο  τμήμα  επειγόντων  περιστατικών.  Διαπιστώθηκε  ότι  στο  24%  αυτών  των  ασθενών  απαιτήθηκε  αλλαγή  της  θεραπευτικής  στρατηγικής  όταν  λαμβάνονταν  οι  αιμοδυναμικές  τιμές  από  την  διενέργεια  καρδιογραφίας  αντίστασης,  ενώ  η  αλλαγή  θεραπευτικής  στρατηγικής  έγινε  μόνο  στο  11%  των  ασθενών  όταν  χρησιμοποιήθηκε  ως  κριτήριο  το  επίπεδο  του  εγκεφαλικού  νατριουρητικού  πεπτιδίου  (brain  natriuretic  peptide,  BNP).  Οι  συγγραφείς  κατέληξαν  στο  συμπέρασμα  ότι  η  καρδιογραφία  αντίστασης  πλεονεκτεί  σαφώς  έναντι  του  νατριουρητικού  πεπτιδίου,  ως  προς  την  λήψη  θεραπευτικών  αποφάσεων.

Oι  Taler  και  συν.  στην  μελέτη  τους  τόνισαν  την  αποτελεσματικότητα  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  στην  καθοδήγηση  της  αντιυπερτασικής  θεραπείας  στην  ανθιστάμενη  υπέρταση.  Οι  Yung  και  συν.  επιβεβαίωσαν  την  ακρίβεια  των  αιμοδυναμικών  τιμών  της  καρδιακής  παροχής  CO  και  του  καρδιακού  δείκτη  CI  που  λήφθηκαν  με  την  καρδιογραφία  αντίστασης  σε  ασθενείς  που  έπασχαν  από  πνευμονική  υπέρταση.  Στην  μελέτη  τους  συνέκριναν  τις  τιμές  που  λαμβάνονταν  με  τρεις  μεθόδους,  την  καρδιογραφία  αντίστασης  (ICG),  την  μέθοδο  της  θερμοαραίωσης  (TD)  και  την  μέθοδο  του  Fick  (F).  Οι  στατιστικές  συσχετίσεις  που  έκαναν  στην  συνέχεια  έδειξαν  πολύ  υψηλή  σημαντικότητα  και  συγκεκριμένα  βρέθηκαν  οι  εξής  συσχετίσεις:  ICG  με  F  0,84,  TD  με  F  0,89  και  ICG  με  TD  0,80.



Εκτίμηση  της  πνευμονικής  συμφόρησης
Η  καρδιογραφία  αντίστασης  μπορεί  να  εφαρμοστεί  ως  αιμοδυναμική  παρακολούθηση  κατά  την  διάρκεια  της  διουρητικής  θεραπείας  καθώς  και  κατά  την  εκκενωτική  παρακέντηση  του  θώρακα  (πλευροκέντηση)  όπως  και  κατά  την  περικαρδιοκέντηση.  Η  περιεκτικότητα  υγρών  του  θώρακα  (Thoracic  Fluid  Content,  TFC),  είναι  μέγεθος  αντίστροφο  της  θωρακικής  αντίστασης  Ζ  και  σχετίζεται  στενά  με  το  συνολικό  ποσό  υγρών  της  θωρακικής  κοιλότητας,  τόσο  το  ενδοαγγειακό  όσο  και  το  εξωαγγειακό.  Οι  Peterson  και  συν.  έδειξαν  υψηλό  βαθμό  συσχέτισης  μεταξύ  του  πλευριτικού  υγρού  που  αφαιρείται  με  την  πλευροκέντηση  και  την  αλλαγή  της  αντίστασης  του  θώρακα.  Παρόμοια  ήταν  και  τα  ευρήματα  των  Ebert  και  συν.  οι  οποίοι  ανέδειξαν  μια  σχεδόν  ιδανική  γραμμική  συσχέτιση  μεταξύ  των  αλλαγών  στην  κεντρική  φλεβική  πίεση  και   των  μεταβολών  της  συνολικής  αντίστασης  του  θώρακα. 


Παρακολούθηση  μετά  από  ορθοτοπική  μεταμόσχευση  καρδιάς
Με  τις  αιμοδυναμικές  παραμέτρους  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  μπορεί  να  γίνει  παρακλινική  εκτίμηση  ασθενών  που  έχουν  υποβληθεί  σε  μεταμόσχευση  καρδιάς.  Σύμφωνα  με  την  μελέτη  των  Nollert  και  Reichart,  ελάττωση  κατά  20%  του  δείκτη  επιτάχυνσης  (Acceleration  Index,  ACI)  που  αποτελεί  ευαίσθητο  δείκτη  μυοκαρδιακής  συσταλτικότητας,  έχει  ευαισθησία  71%  και  ειδικότητα  100%  στην  διάγνωση  απόρριψης  καρδιακού  μοσχεύματος.  Οι  ίδιοι  συγγραφείς  συμπέραναν  επίσης  ότι  η  παρακολούθηση  των  μεταμοσχευμένων  με  την  καρδιογραφία  αντίστασης  μπορεί  να  οδηγήσει  σε  σημαντική  μείωση  τον  αριθμό  των  απαιτούμενων  καρδιακών  βιοψιών.                                                          


Καρδιακή  ανεπάρκεια
Τα  στοιχεία  των  αιμοδυναμικών  παραμέτρων  που  λαμβάνονται  από  την  καρδιογραφία  αντίστασης  είναι  πολύ  χρήσιμα  στην  διάγνωση  και  την  θεραπεία  των  ασθενών  με  καρδιακή  ανεπάρκεια  καθώς  και  στην  εξαγωγή  ασφαλούς  πρόγνωσης.  Οι  Albert  και  συν.  απέδειξαν  την  χρησιμότητα  της  μεθόδου  σε  περιπτώσεις  μη  αντιρροπούμενης  καρδιακής  ανεπάρκειας.  Χάρις  στην  καρδιογραφία  αντίστασης  οι  κίνδυνοι  που  σχετίζονται  με  τον  καθετηριασμό  της  πνευμονικής  αρτηρίας,  όπως  είναι  η  λοίμωξη,  η  διάτρηση  και  η  πρόκληση  αρρυθμίας,  μπορούν  να  αποφευχθούν.  Επιπρόσθετα  πλεονεκτήματα  αυτής  της  μη  επεμβατικής  μεθόδου  είναι  το  χαμηλό  κόστος  και  η  εξοικονόμηση  χρόνου  τόσο  για  το  ιατρικό  όσο  και  για  το  νοσηλευτικό  προσωπικό.  
Εξάλλου,  ο  μη  επεμβατικός  υπολογισμός  του  όγκου  παλμού  (stroke  volume,  SV),  έχει  ιδιαίτερη  σημασία  για  ασθενείς  ευρισκόμενους  σε  ενδοφλέβια  φαρμακοθεραπεία  συμπεριλαμβανομένων  των  ινοτρόπων.  
Οι  Vijayaraghavan  και  συν.  απέδειξαν  τον  προγνωστικό  ρόλο  των  αιμοδυναμικών  παραμέτρων  που  λαμβάνονται  με  την  καρδιογραφία  αντίστασης  σε  ασθενείς  με  χρόνια  καρδιακή  ανεπάρκεια,  καθώς  και  την  ισχυρή  θετική  συσχέτιση  των  μεταβολών  αυτών  των  παραμέτρων  με  την  λειτουργική  κλάση  της  καρδιακής  ανεπάρκειας  καθώς  και  με  την  ποιότητα  ζωής.  Χάρη  στην  μέθοδο  αυτή  είναι  δυνατό  να  διερευνηθεί  η  επίδραση  των  φαρμάκων  στις  αιμοδυναμικές  παραμέτρους,  να  αξιολογηθεί  η  αστάθεια  ή  η  σταθερότητα  του  κυκλοφορικού  συστήματος,  καθώς  και  να  επιλεγεί  η  κατάλληλη  ή  η  πιο  έγκαιρη  στιγμή  για  την  φαρμακευτική  παρέμβαση  ανάσχεσης  των  κυκλοφορικών  διαταραχών  ή  πρόληψης  της  αιμοδυναμικής  κατάρριψης.  
Τα  πλέον  κλασσικά  παραδείγματα  φαρμακευτικής  καθοδήγησης  είναι  η  χορήγηση  β- αναστολέα,  η  χορήγηση  αναστολέα  του  μετατρεπτικού  ενζύμου  της  αγγειοτενσίνης,  η  απόφαση  για  την  κατάλληλη  στιγμή  έναρξης  χορήγησης  κατεχολαμινών  επί  καρδιακής  κάμψης  και  ο  καθορισμός  της  χορηγούμενης  δοσολογίας  όπως  και  η  παρακολούθηση  της  αποτελεσματικότητας  της  ακολουθούμενης  θεραπείας  σε  περιπτώσεις  μη  αντιρροπούμενης  καρδιακής  ανεπάρκειας.  Σε  πάρα  πολλές  κλινικές  μελέτες  η  καρδιογραφία  αντίστασης  συγκρίθηκε  με  τις  επεμβατικές  αιμοδυναμικές  τεχνικές  της  θερμοαραίωσης  και  της  μεθόδου  του  Fick,  όπως  και  με  τις  αναίμακτες  ή  ημιεπεμβατικές  τεχνικές  της  διοισοφάγειας  υπερηχογραφίας.  Σε  όλες  αυτές  τις  συγκριτικές  μελέτες  βρέθηκε  υψηλός  βαθμός  στατιστικής  συσχέτισης  μεταξύ  των  τιμών  των  αιμοδυναμικών  παραμέτρων  που  εξάγονται  με  την  καρδιογραφία  αντίστασης  και  αυτών  που  συνάγονται  από  την  εφαρμογή  επεμβατικών  ή  αναίμακτων  ημιεπεμβατικών  τεχνικών.  
Οι  Drazner  και  συν.  μελέτησαν  μια  μεγάλη  ομάδα  ασθενών  που  έπασχαν  από  σοβαρού  βαθμού  καρδιακή  ανεπάρκεια  και  υποβλήθηκαν  σε  καθετηριασμό  της  πνευμονικής  αρτηρίας.  Σε  αυτούς  τους  ασθενείς  συνέκριναν  τα  αιμοδυναμικά  ευρήματα  που  ελήφθησαν  μετά  τον  καθετηριασμό  με  αυτά  που  έλαβαν  με  την  τεχνική  της  καρδιογραφίας  αντίστασης.  Διαπίστωσαν  ότι  η  συσχέτιση  των  τιμών  του  όγκου  παλμού  (SV)  όπως  εκτιμήθηκε  με  την  καρδιογραφία  αντίστασης  και  με  την  μέθοδο  του  Fick,    ήταν  σε  στατιστική  συμφωνία  με  την  σύγκριση  μεταξύ  της  θερμοαραίωσης  και  της  μεθόδου  του  Fick Οι  συγγραφείς  αυτοί  έδειξαν  ότι  η  συσχέτιση  Pearson  μεταξύ  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  και  της  θερμοαραίωσης  ήταν  0,76  για  την  καρδιακή  παροχή  (CO)  και  0,64  για  τον  καρδιακό  δείκτη  (CI).  Στην  εργασία  εξάλλου  των  Albert  και  συν.  οι  αντίστοιχες  συσχετίσεις  βρέθηκαν  0,89  και  0,82  αντιστοίχως  και  τοιουτοτρόπως  όλοι  οι  συγγραφείς  μπόρεσαν  να  ισχυριστούν  ότι  η  καρδιογραφία  αντίστασης  έχει  αποδεδειγμένη  κλινική  χρησιμότητα  στην  καρδιακή  ανεπάρκεια  και  ότι  ο  ρόλος  της  είναι  από  πολύτιμος  έως  αναντικατάστατος  στην  μη  αντιρροπούμενη  ή  στην  οριακά  αντιρροπούμενη  μορφή  της.                                                        


Άλλες  μέθοδοι  υπολογισμού  αιμοδυναμικών  παραμέτρων
Σε  αντίθεση  με  τα  προαναφερόμενα  υπάρχουν  αρκετές  μελέτες  που  δεν  επιβεβαίωσαν  την  υψηλή  στατιστική  συσχέτιση  μεταξύ  καρδιογραφίας  αντίστασης  και  των  επεμβατικών  τεχνικών.  Οι  Engoren  και  Barbee  δήλωσαν  ότι  η  μέτρηση  του  όγκου  παλμού  μέσω  της  καρδιογραφίας  αντίστασης,  της  θερμοαραίωσης  και  της  μεθόδου  του  Fick  δεν  είναι  συγκρίσιμες  σε  μια  ετερογενή  ομάδα  ασθενών  ευρισκόμενων  σε  βαριά  κλινική  κατάσταση.  Σε  αυτές  τις  περιπτώσεις  η  μέτρηση  του  όγκου  παλμού  (SV)  με  την  καρδιογραφία  αντίστασης  δεν  ήταν  αρκετά  ακριβής  ώστε  να  μπορέσει  να  αντικαταστήσει  την  μέθοδο  της  θερμοαραίωσης.  Η  μέτρηση  του  όγκου  παλμού  μπορεί  να  προσδιοριστεί  με  την  υπερηχογραφία  και  ιδίως  με  την  διοισοφάγεια  τεχνική  με  καλή  συσχέτιση  συγκρινόμενη  με  τις  επεμβατικές  τεχνικές.  Όμως,  σε  σχέση  με  την  καρδιογραφία  αντίστασης,  η  υπερηχογραφία  είναι  πιο  χρονοβόρα,  πιο  δαπανηρή,  ημιεπεμβατική  και  απαιτεί  κατάλληλο  εργαστήριο  όπως  και  κατάλληλα  εκπαιδευμένο  προσωπικό. 
Οι  Parrot  και  συν.  συνέκριναν  την  καρδιογραφία  αντίστασης  με  την  υπερηχογραφία  και  συμπέραναν  ότι  η  πρώτη  μέθοδος  εντόπιζε  αλλαγές  στη  απόδοση  της  καρδιάς  πιο  εύκολα,  πιο  πρώιμα  και  με  ασήμαντο  οικονομικό  κόστος.  Οι  συγγραφείς  αυτοί  απέδειξαν  μεγάλο  βαθμό  συσχέτισης  μεταξύ  των  αλλαγών  στις  παραμέτρους  CI  (καρδιακός  δείκτης)  και  STR  (αναλογία  συστολικού  χρόνου)  και  του  υπερηχογραφικού  κλάσματος  εξώθησης  (EF)  και  συγκεκριμένα  οι  συσχετίσεις  που  βρέθηκαν  ήταν  0,85  μεταξύ  του  CI  και  του  EF  και  -0,73  μεταξύ  του  STR  και  του  EF.  
Η  εκτίμηση  της  καρδιακής  παροχής  μέσω  της  άμεσης  μεθόδου  του  Fick  θεωρείται  ως  η  πιο  ακριβής  μέθοδος,  παρόλο  που  είναι  πολύ  χρονοβόρος  και  περιλαμβάνει  την  αναγκαιότητα  λήψης  δειγμάτων  αίματος  από  την  πνευμονική  αρτηρία  καθώς  και  λήψης  περιφερικού  αρτηριακού  αίματος.  Αντίθετα,  η  έμμεση  μέθοδος  κατά  Fick  χρησιμοποιεί  την  μέθοδο  της  παλμικής  οξυμετρίας  αντί  την  λήψης  αίματος,  αν  και  εξακολουθεί  ακόμα  να  προτιμάται  σε  περιπτώσεις  δυσχέρειας  καθετηριασμού  της  πνευμονικής.  Όμως  είναι  γνωστό  ότι  η  μέθοδος  του  Fick  είναι  μη  εφαρμόσιμη  ή  και  άχρηστη  επί  ύπαρξης  πνευμονικών  νοσημάτων.  
Η  μέθοδος  που  προτιμάται  σήμερα  περισσότερο  είναι  η  θερμοαραίωση,  δεδομένου  ότι  πολύ  συχνά  συνυπάρχουν  αναπνευστικά  νοσήματα,  ιδίως  σε  υπερήλικες  ή  σε  βαριές  περιπτώσεις  καρδιακής  ανεπάρκειας.  Η  μέθοδος  της  θερμοαραίωσης  έχει  και  αυτή  τους  δικούς  της  όμως  περιορισμούς.  Είναι  γνωστό  ότι  κατά  την  θερμοαραίωση  η  εξαγόμενη  τιμή  της  καρδιακής  παροχής  παρουσιάζει  μεταβλητότητα  που  μπορεί  να  κυμαίνεται  από  5%  έως  και  20%.  Για  τον  λόγο  αυτό  και  προς  περιορισμό  του  στατιστικού  σφάλματος,  προκειμένου  να  εξαχθεί  η  καρδιακή  παροχή  η  μέθοδος  πραγματοποιείται  τρεις  φορές  και  υπολογίζεται  ο  μέσος  όρος  των  τιμών,  εφ΄ όσον  οι  λαμβανόμενες  τιμές  δεν  ξεπερνούν  μεταξύ  τους  μια  διασπορά  της  τάξης  του  10%.  Όμως  τόσο  η  θερμοαραίωση  όσο  και  η  μέθοδος  του  Fick  είναι  πράξεις  δαπανηρές  και  χρονοβόρες  και  ενέχουν  τους  δυνητικούς  κινδύνους  και  τις  ενδεχόμενες  επιπλοκές  του  καθετηριασμού  της  πνευμονικής  αρτηρίας.  
Είναι  ευκολότερος  ο  υπολογισμός  του  όγκου  παλμού  μέσω  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  από  ότι  με  την  μέθοδο  της  θερμοαραίωσης,  ενώ  ταυτόχρονα  πραγματοποιείται  πιο  γρήγορα,  πιο  οικονομικά  και  χωρίς  τον  κίνδυνο  λοίμωξης  ή  τους  άλλους  κινδύνους  του  καθετηριασμού  της  πνευμονικής.  Επιπροσθέτως,  η  καρδιογραφία  αντίστασης  επιτρέπει  την  παρακολούθηση  της  τιμής  του  όγκου  παλμού  και  της  καρδιακής  παροχής  σε  συνεχή  χρονική  ροή,  σε  αντίθεση  με  την  θερμοαραίωση,  στην  οποία  πραγματοποιούνται  απλές  και  πεπερασμένου  χρόνου  μετρήσεις,  με  την  ταυτόχρονη  απαίτηση  ένεσης  υγρών,  πράξης  που  προσθέτει  επιβάρυνση  στους  ήδη  επιβαρυμένους  ασθενείς.   
Στην  βιβλιογραφία  μπορούμε  να  βρούμε  πολλές  εργασίες  που  εισηγούνται  ότι  η  θεραπεία  ασθενών  με  καρδιακή  ανεπάρκεια  έχει  καλύτερα  αποτελέσματα  όταν  στηρίζεται  στα  ευρήματα  που  λαμβάνονται  από  τον  καθετηριασμό  της  πνευμονικής.  Επίσης  μπορούμε  να  βρούμε  πληθώρα  εργασιών  που  εισηγούνται  αντίθετα  συμπεράσματα,  θέτοντας  εύλογα  ερωτήματα  για  την  χρησιμότητα,  την  ασφάλεια  και  τα  ενδεχόμενα  οφέλη  από  την  χρήση  αιματηρών  αιμοδυναμικών  τεχνικών.  Οι  εργασίες  αυτές  τονίζουν  ότι  οι  επεμβατικές  τεχνικές  ακόμη  και  όταν  βελτιώνουν  την  αποτελεσματικότητα  της  θεραπείας,  αυξάνουν  την  συχνότητα  των  επιπλοκών  και  το  απορρέον  συνολικό  κόστος,  οδηγώντας  σε  μικρή  ή  και  μηδενική  συνολική  ωφέλεια  για  τον  ασθενή.  Οι  Silver  και  συν.  τόνισαν  το  υψηλό  κόστος  του  καθετηριασμού  της  πνευμονικής  και  πρότειναν  την  αντικατάσταση  της  μεθόδου  από  την  καρδιογραφία  αντίστασης  (ICG).  Σε  παρόμοιες  διαπιστώσεις  και  ανάλογες  συστάσεις  κατέληξε  και  η  ανασκόπηση  του  Hendrickson.                                                   
Οικονομικές  όψεις  της  καρδιογραφίας  αντίστασης
Το  κόστος  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  έγκειται  στην  δαπάνη  αγοράς  της  συσκευής  και  στο  επιπρόσθετο  κόστος  από  την  αγορά  των  ηλεκτροδίων  τα  οποία  έχουν  αναλώσιμο  χαρακτήρα  και  χαμηλή  τιμή  αγοράς.  Δεν  υπάρχουν  επιπρόσθετα  κοστολόγια.  Δεν  υπάρχουν  κίνδυνοι  κατά  την  εκτέλεση  της  εξέτασης  ούτε  πιθανότητα  επιπλοκών  μετά  την  ολοκλήρωση  της  μελέτης.  Τα  αποτελέσματα  της  αιμοδυναμικής  μελέτης  λαμβάνονται  αμέσως  μετά  την  ολοκλήρωση  της  εξέτασης,  επιταχύνοντας  την  εξαγωγή  ασφαλούς  διάγνωσης  και  έναρξης  της  καταλληλότερης  φαρμακευτικής  αγωγής  ή  τροποποίησης  αυτής  και  με  αυτόν  τον  τρόπο  συντομεύει  η  διάρκεια  της  νοσηλείας,  επιφέροντας  περαιτέρω  μείωση  του  κόστους. 
Σύμφωνα  με  την  μελέτη  των  Clancy  και  συν.  η  αρχική  βασική  εξοικονόμηση  χρημάτων  από  την  εφαρμογή  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  για  αιμοδυναμική  προσπέλαση  αντί  της  διενέργειας  επεμβατικού  καθετηριασμού  της  πνευμονικής,  ξεπερνάει  τα  600  δολάρια  ανά  ασθενή.  Επιπροσθέτως,  η  εξοικονόμηση  χρόνου  από  το  ιατρικό  και  νοσηλευτικό  προσωπικό  καθώς  και  η  δεδομένη  αποφυγή  της  θεραπείας  των  επιπλοκών  του  πνευμονικού  καθετηριασμού,  αντιστοιχούν  σε  περαιτέρω  σημαντικές  μειώσεις  από  την  συνολική  αποτίμηση  του  κόστους,  που  όμως  αν  και  είναι  σίγουρες  και  σημαντικές,  δεν  είναι  δυνατόν  να  προσδιοριστούν  επακριβώς  και  με  στατιστικές  μεθόδους,  αφού  αναφέρονται  σε  τυχαία  γεγονότα  ποικίλης  διασποράς  και  απροσδιόριστης  συχνότητας.         
Η  ένδειξη  καθετηριασμού  της  πνευμονικής
Τα  τελευταία  χρόνια  όλο  και  περισσότερο  τίθεται  το  ερώτημα  αν  ο  καθετηριασμός  της  πνευμονικής  εξακολουθεί  να  είναι  χρήσιμος,  με  δεδομένους  τους  κινδύνους  επιπλοκών  που  εγκυμονούνται  και  που  στην  βιβλιογραφία  αναφέρονται  ολοένα  και  με  μεγαλύτερη  συχνότητα.  Πολλές  μελέτες  έδειξαν  ότι  η  συνήθης  χρήση  καθετήρων  πνευμονικής  αρτηρίας  σε  ασθενείς  νοσηλευόμενους  σε  κρίσιμη  κατάσταση,  συνδυάζεται  με  αυξημένη  θνητότητα  και  αυξημένο  κόστος  της  θεραπείας.  
Στην  μελέτη  των  Chittock  και  συν.  βρέθηκε  ότι  η  χρήση  ενός  καθετήρα  πνευμονικής  αρτηρίας  μείωσε  την  θνητότητα  σε  ασθενείς  νοσηλευόμενους  σε  σοβαρή  κατάσταση,  ενώ  αντίθετα  σε  ασθενείς  που  δεν  ευρίσκονταν  σε  βαριά  κατάσταση  συσχετίστηκε  με  αξιόλογη  αύξηση  της  θνητότητας.  Το  1997  η  Ιατρική  Εταιρεία  Επείγουσας  Φροντίδας  The  Society  of  Critical  Care  Medicine,  SCCM)  εξέφρασε  την  άποψη  ότι  η  διενέργεια  καθετηριασμού  της  πνευμονικής  αρτηρίας  σε  πάσχοντες  από  καρδιακή  ανεπάρκεια  ήταν  αμφίβολης  αποτελεσματικότητας  και  εισηγήθηκε  ότι  ήταν  αναγκαία  η  έναρξη  τυχαιοποιημένων  μελετών,  προκειμένου  να  αποσαφηνιστεί  αν  τα  οφέλη  του  εν  λόγω  καθετηριασμού  υπερβαίνουν  τους  κινδύνους  ή  τις  επιπλοκές  του.  
Με  βάση  τις  εισηγήσεις  της  SCCM  σχεδιάστηκε  και  προχωρά  η  πολυκεντρική  τυχαιοποιημένη  μελέτη  ESCAPE  (Evaluation  Study  of  Congestive  Heart  Failure  and  Pulmonary  Artery  Catheterisation  Effectiveness).  Η  μελέτη  αυτή  έχει  σχεδιαστεί  έτσι  ώστε  να  γίνει  εκτίμηση  της  αποτελεσματικότητας  του  καθετηριασμού  της  πνευμονικής  ως  μεθόδου  εκτίμησης  της  συμφορητικής  καρδιακής  ανεπάρκειας.  Ταυτόχρονα  έχει  διαμορφωθεί  μια  υποομάδα  βιοαντίστασης  (bioimpedance  subgroup),  όπου  μελετάται  η  χρησιμότητα  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  σε  ασθενείς  με  προχωρημένη  καρδιακή  ανεπάρκεια. 

Ο  καθετηριασμός  της  πνευμονικής  αρτηρίας  είναι  γνωστό  ότι  ενέχει  μεγάλη  ποικιλία  επιπλοκών,  μεταξύ  των  οποίων  στην  βιβλιογραφία  αναφέρονται  τα  εξής:  τρώση  ή  σχάση  του  τοιχώματος  της  πνευμονικής  αρτηρίας,  πνευμοθώρακας,  εμβολή  από  αέρα,  σηψαιμία,  φλεβοθρόμβωση,  πνευμονική  εμβολή,  ενδοκαρδίτις,  αρρυθμίες  και  αύξηση  της  θνητότητας.  Επειδή  έως  σήμερα  δεν  υπήρξαν  προοπτικές  μελέτες  που  να  αποδεικνύουν  τα  πλεονεκτήματα  του  καθετηριασμού,  πολλοί  Ιατροί  εγκατέλειψαν  την  μέθοδο.  Επιπλέον,  με  την  πάροδο  του  χρόνου,  ολοένα  και  λιγότεροι  από  τους  βαρέως  πάσχοντες  ασθενείς  που  παρουσιάζουν  επιδεινούμενη  καρδιακή  ανεπάρκεια  νοσηλεύονται  σε  μονάδες  εντατικής  θεραπείας  (ΜΕΘ),  όπου  είναι  δυνατός  ο  καθετηριασμός  της  πνευμονικής.  Σε  αυτούς  τους  ασθενείς  η  καρδιογραφία  αντίστασης  μπορεί  να  παράσχει  τα  αναγκαία  αιμοδυναμικά  στοιχεία  σε  οποιοδήποτε  τμήμα  του  Νοσοκομείου  και  αν  νοσηλεύονται.  
Με  βάση  τα  ανωτέρω  συμπεραίνεται  ότι  η  καρδιογραφία  αντίστασης  είναι  μέθοδος  απλούστερη,  ταχύτερη,  σημαντικά  ασφαλέστερη  από  κάθε  άλλη  ως  μη  επεμβατική  και  δεν  επιβαρύνει  καθόλου  τον  ασθενή,  ενώ  ταυτόχρονα  εγγυάται  στατιστική  αξιοπιστία.   
Τα  τελευταία  χρόνια  και  συγκεκριμένα  το  2005  και  το  2007,  έχουν  ολοκληρωθεί  δυο  πολυκεντρικές  μελέτες  που  αφορούν  την  εφαρμογή  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  στην  διαχείριση  ασθενών  με  χρόνια  καρδιακή  ανεπάρκεια.  Η  πρώτη  μελέτη  είναι  η  PREDICT  (Prospective  Evaluation  and  Identification  of  Decompensation  by  Impedance  Cardiography  Test),  όπου  μελετάται  προοπτικά  η  πρόγνωση  της  χρόνιας  καρδιακής  ανεπάρκειας,  στηριζόμενη  στους  αιμοδυναμικούς  δείκτες  της  καρδιογραφίας  αντίστασης.  Η  δεύτερη  μελέτη  είναι  η  BIG  (BioImpedance  cardioGraphy),  που  αποτελεί  μέρος  της  μεγάλης  μελέτης  ESCAPE  (Evaluation  Study  of  Congestive  Heart  Failure  and  Pulmonary  Artery  Catheterisation  Effectiveness)  και  όπου  τα  αιμοδυναμικά  ευρήματα  παραβάλλονται  με  τα  αντίστοιχα  του  καθετηριασμού.  Τα  αποτελέσματα  αυτών  των  μελετών  που  ήδη  έχουν  δημοσιευθεί,  υποδεικνύουν  με  πολύ  συγκεκριμένο  τρόπο  τον  σημαντικό  ρόλο  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  στην  φαρμακευτική  και  γενικότερη  διαχείριση  των  ασθενών  με  καρδιακή  ανεπάρκεια.                   

Περιορισμοί  της  καρδιογραφίας  αντίστασης
Τα  αποτελέσματα  που  λαμβάνονται  με  την  καρδιογραφία  αντίστασης  μπορεί  να  εμπεριέχουν  ανακριβείς  τιμές  στις  ακόλουθες  περιπτώσεις: 
1.      Όταν  συνυπάρχει  σημαντική  ανεπάρκεια  αορτής.  Στην  περίπτωση  της  σημαντικής  ανεπάρκειας  της  αορτής  μια  σημαντική  ποσότητα  αίματος  ρέει  πίσω  προς  την  αριστερά  κοιλία  κατά  την  διάρκεια  της  πρώιμης  διαστολής.  Αν  και  το  αίμα  αυτό  εξωθείται  έξω  από  την  καρδιά  κατά  την  συστολή,  αυτό  τελικά  δεν  ρέει  προς  την  περιφέρεια  και  τοιουτοτρόπως  μειώνει  την  πραγματική  καρδιακή  παροχή.  Η  ICG  εκτιμά  τον  πλήρη  όγκο  παλμού  και  επομένως  υπερεκτιμά  την  πραγματική  καρδιακή  παροχή,  αφού  συνυπολογίζεται  ο  επιστρεφόμενος  όγκος  αίματος.  Οι  δείκτες  όμως  συσταλτικότητας  ACI  και  VI  υπολογίζονται  σωστά,  αφού  δεν  επηρεάζονται  από  την  παλίνδρομη  ροή.  Οι  Schieken  και  συν.  πρότειναν  μέθοδο  προσδιορισμού  του  παλινδρομούντος  όγκου  αίματος  από  την  ανάλυση  της  κυματομορφής  του  ICG  κύματος. Παρόλα  ταύτα  η  μέθοδος  που  πρότειναν  αν  και  τεκμηριωμένη  δεν  είναι  κλινικά  εύχρηστη.  


2.      Όταν  συνυπάρχει  βαριά  στένωση  αορτής.  Όταν  υπάρχει  βαριά  στένωση  αορτής  το  αλγοριθμικό  πρότυπο  βάσει  του  οποίου  αξιολογείται  η  εξώθηση  του  αίματος  δεν  υφίσταται,  με  αποτέλεσμα  να  υποεκτιμάται  σημαντικά  ο  πραγματικός  όγκος  παλμού.  


3.      Μειωμένη  αορτική  ενδοτικότητα.  Η  ενδοτικότητα  είναι  η  διατασιμότητα  της  αορτής,  η  οφειλόμενη  στις  αλλαγές  της  πίεσης  του  αίµατος.  Κανονικά,  σε  αντίθεση  µε  τις  πιο  περιφερειακά  ευρισκόµενες  αρτηρίες,  η  θωρακική  αορτή  έχει  µια  πολύ  υψηλή  ενδοτικότητα.  Το  αποτέλεσµα  αυτής  της  υψηλής  ενδοτικότητας  είναι  ότι  η   αύξηση  της  πίεσης  κατά  τη  διάρκεια  της  εξώθησης  του  αίµατος  είναι  χαµηλή.  Το  καρδιακό  έργο  παραµένει  επίσης  χαµηλό.  Αυτή  η  λειτουργία  είναι  επίσης  γνωστή  ως  Windkessel  λειτουργία  της  αορτής.  Η  υψηλή  ενδοτικότητα  προκαλεί  µία  χαµηλή  ταχύτητα  του  σφυγµικού  κύµατος.  Επομένως,  το  αίµα  που  εξωθείται  έξω  από  την  αριστερά  κοιλία  παραµένει  στη  θωρακική  αορτή  για  έναν  πιο   παρατεταμένο  χρόνο.  Αυτή  είναι  η  βάση  που  η  ICG  µπορεί  να  χρησιμοποιηθεί  για  την  µέτρηση  του  όγκου  παλµού  της  καρδιάς Για  τον  προσδιορισµό  της  µέγιστης  συστολικής  ταχύτητας  εξώθησης  (dZmax = C- σηµείο),  το  εξωθούµενο  αίµα  από  την  κοιλία  πρέπει  να   παραµείνει  στο  µετρούµενο  τµήµα  έως  ότου  επιτευχθεί  η  µέγιστή  του  ταχύτητα  εξώθησης  ( C- σηµείο).  Όσο  σκληρότερη  είναι  η  αορτή,  δηλαδή  όσο  πιο  μειωµένη  είναι  η  ενδοτικότητά  της  ή/και  πιο  καθυστερημένα  συμβαίνει  η  µέγιστη  συστολική  ταχύτητα  εξώθησης  ως  προκαλούμενη  από  µία  σημαντικά  µειωµένη  συσταλτικότητα  της  καρδιάς,  τόσο  περισσότερο  αίµα  έχει  ήδη  φύγει  από  το  µετρούµενο  τµήµα,  γεγονός  το  οποίο  προκαλεί  χαμηλότερο  ύψος  της  καµπύλης  της  ICG.  Συνεπώς,  η  καρδιακή  παροχή  και  οι  σχετιζόμενες  µε  αυτήν  παράμετροι  όπως  οι  ACI  και  VI,  θα  υποτιμηθούν.  Δηλαδή  η  πραγματική  καρδιακή  παροχή  θα  είναι  υψηλότερη  από  την  µετρηθείσα  τιµή.  Σε  μερ4ικές  περιπτώσεις  βαριάς  ή  χρονίζουσας  υπέρτασης,  η  ενδοτικότητα  της  αορτής  είναι  συνήθως  µειωµένη.  Όµως  είναι  γνωστόν  ότι  η  σχέση  µεταξύ  της  αρτηριακής  πίεσης  και  της  ενδοτικότητας  της  αορτής  είναι  µη  γραµµική.  Γενικά,  όσο  υψηλότερη  η  αρτηριακή  πίεση,  τόσο  περισσότερη  είναι  ήδη  η  τοιχωματική  τάση  της  αορτής  και  τόσο  μικρότερη  η  ενδοτικότητά  της.  Οι  ακόλουθες  παθολογικές  µεταβολές  ή  παθήσεις  είτε  υπάρχουν  αυτοτελώς  είτε  συνυπάρχουν,  µπορούν  να  προξενήσουν  σημαντική  µείωση  της  αορτικής  ενδοτικότητας:


1.  Σημαντικού  βαθμού  αθηροσκλήρωση
2.  Υψηλή  µέση  αρτηριακή  πίεση  (όσο  µεγαλύτερη  είναι  η  τοιχωματική  τάση  του  αρτηριακού  τοιχώματος,  τόσο  χαμηλότερη  είναι  η  ενδοτικότητά  του)
3.  Προσθετική  επέμβαση  στην  αορτική  βαλβίδα  ή  στην  ανιούσα  αορτή

Οι  περιορισµοί  που  προπεριγράφονται  µπορούν  να  συναντηθούν  συνήθως  στις ακόλουθες  οµάδες  ασθενών:
     ηλικιωμένοι  ασθενείς  µε  σημαντικού  βαθµού  αθηροσκλήρωση
     ασθενείς  µε  υψηλό  βαθµό  υπέρτασης  ή  με  υπέρταση  χρονολογούμενη  από  ετών
     ασθενείς  µε  πολύ  κακή  αριστερή  καρδιακή  λειτουργία,  όπως  ασθενείς  ευρισκόμενοι  σε  σηπτικό  shook  

Στην  κλινική  πρακτική,  οι  προπεριγραφείσες  παθολογικές  µεταβολές  µπορούν  να  αναγνωριστούν  µόνο  σε  πολύ  προχωρημένα  στάδια  των  παθήσεων,  µε  βάση  την  µορφή  της  ICG  καµπύλης,  όπου  κανένα  σαφές  συστολικό  κύµα  δεν  ανευρίσκεται.  Επομένως,  στις  περιπτώσεις  τέτοιων  ασθενών,  τα  αποτελέσµατα  της  καρδιογραφίας  αντιστάσεων  πρέπει  να  αξιολογούνται  µε  πολύ  προσοχή.  Ειδικότερα,  αν  ο  ασθενής  έχει  ένα  πολύ  χαµηλό  όγκο  παλµού  ή  πολύ  μικρό  καρδιακό  δείκτη  (ως  υποτιμώμενος),  ο  οποίος  δεν  ανταποκρίνεται  στο  ιστορικό  και  στην  κλινική  εικόνα,  πρέπει  να  υποτεθεί  ότι  η  ακρίβεια  της  ICG  έχει  μειωθεί  λόγω  των  αναφερθέντων  περιορισµών  της  µεθόδου.  Κάτω  απ΄  αυτές  τις  συνθήκες,  οι  απόλυτες  τιµές  δεν  µπορούν  να  χρησιμοποιηθούν  για  διαγνωστικούς  σκοπούς.  Όµως  οι  χρονικές  παράμετροι  και  οι μεταβολές  των  παραμέτρων  σε  διαδοχικές  εκτιμήσεις  µπορούν  να  παράσχουν  χρήσιµες  κλινικές  πληροφορίες.


4.      Όταν  κατά  την  διενέργεια  της  εξέτασης  υπάρχει  σημαντικού  βαθμού  αρτηριακή  υπέρταση  με  μέση  αρτηριακή  πίεση  >130 mmHg  (MAP>130mmHg). Ο  προσδιορισµός  της  ταχύτητας  του  σφυγµικού  κύµατος  στην  αορτή  επιτρέπει  την  αξιολόγηση  του  αγγειακού  συστήµατος  ενός  ασθενή  (επίπεδο  αρτηριοσκληρωτικών  αλλαγών)  και  µπορεί  να  εξεταστεί  µε  την  ICG,  αφού  η  αρτηριακή  πίεση  συμπεριλαμβάνεται στις  παραμέτρους,  καθώς  η  ταχύτητα  του  σφυγµικού  κύµατος  εξαρτάται  επίσης  απ΄  αυτήν.  Όσο  υψηλότερη  η  αρτηριακή  πίεση,  τόσο  χαμηλότερη  η  ενδοτικότητα  των  αγγείων  και  τόσο  υψηλότερη  η  ταχύτητα  του  σφυγµικού  κύµατος
5.      Όταν  το  ύψος  του  εξεταζόμενου  είναι  μικρότερο  από  120  cm  ή  μεγαλύτερο  από  230cm
6.      Όταν  το  βάρος  του  ασθενούς  είναι  μικρότερο  από  30  Kgr  ή  μεγαλύτερο  από  155  Kgr.  
7.      Όταν  στον  εξεταζόμενο  έχει  τοποθετηθεί  μπαλόνι  ενδοαορτικής  αντλίας  για  αιμοδυναμική  υποστήριξη,  διότι  τότε  τροποποιείται  το  αυτόχθον  σφυγμικό  κύμα. 
8.      Σε  ασθενείς  που  φέρουν  μόνιμο  βηματοδότη  με  αισθητήρα  που  αναγνωρίζει  τον  ρυθμό  των  αναπνευστικών  κινήσεων  ανά  λεπτό  (sensor  responsible  for  minute  ventilation  rate).  Η  βηματοδοτική  συχνότητα  αυτών  των  ασθενών  μπορεί  να  αυξηθεί  από  το  ηλεκτρικό  σήμα  που  διοχετεύεται  κατά  την  διενέργεια  καρδιογραφίας  αντίστασης,  γι΄  αυτό  πρέπει  να  γίνεται  απενεργοποίηση  του  εν  λόγω  προγράμματος  όταν  προγραμματίζεται  η  εξέταση. 
Σε  ασθενείς  με  κολπική  μαρμαρυγή  ή  πολυάριθμες  έκτακτες  συστολές,  μια  σημαντική  επίταση  του  αρρυθμιολογικού  φαινόμενου  κατά  την  εκτέλεση  της  εξέτασης  μπορεί  να  επηρεάσει  το  σήμα  της  καρδιογραφίας  αντίστασης  και  να  κάνει  αδύνατη  την  αιμοδυναμική  διερεύνηση.  





Βιβλιογραφία


1.      Brown  CV,  Shoemaker  WC,  Wo  CC,  Chan  L,  Demetriades  D.  Is  noninvasive  hemodynamic  monitoring  appropriate  for  the  elderly  critically  injured  patient?  J  Trauma,  2005;  58:  102-107.
2.      Neath  SX,  Lazio  L,  Guss  DA.  Utility  of  impedance  cardiography  to  improve  physician  estimation  of  hemodynamic  parameters  in  the  emergency  department.  Congest  Heart  Fail,  2005;  11:  17-20.
3.      Springlielg  CL,  Sebat  F,  Johnson  D,  Lengle  S,  Sebat  C.  Utility  of  impedance  cardiography  to  determine  cardiac  vs  noncardiac  cause  of  dyspnea  in  emergency  department.  Congest  Heart  Fail.  2004;  10  (suppl  2):  14-16.     
4.      Antonelli  M,  Levy  M,  Andrews  PJ,  Chastre  J,  Hudson  LD,  Manthous  C,  Meduri  GU,  et  all.  Hemodynamic  monitoring  in  shock  and  implications  for  management.  International  Consensus  Conference,  Paris,  France.  Intensive  Care  Medicine  2007;  33:  575 – 590.
5.      Payen  D,  Gayat  E.  Which  general  intensive  care  unit  patients  can  benefit  from  placement  of  a  pulmonary  artery  catheter?  Crit  Care  2006;  10  Suppl  3:  S 7.
6.      Ronkin  MA.  Rheoencephalography.  In  Ronkin  MA,  Ivanov  LB,  editors.  Rheography  in  clinical  practice.  Moscow  MBN  1997.     
7.      Sharman  DL,  Gomes  CP,  Rutherford  JP.  Improvement  in  blood  pressure  control  with  impedance  cardiography-guided  pharmacologic  decision  making.  Congest  Heart  Fail,  2004;  10:  54-58.
8.      Milzman  D,  Hogan  C.  Continuous  noninvasive  cardiac  output  monitoring  quantifies  acute  congestive  heart  failure  in  the  emergency  department.  Crit  Care  Med,  1997;  25:  A47 (abstract).    
9.      Knauth  M,  Ordovas  K,  Higgins  C.  Magnetic  Resonance  Imaging  in  adults  with  congenital  heart  disease.  Semin  Roentgenol  2008;  43:  246 – 58.
10.   Brown  JM.  Use  of  echocardiography  for  hemodynamic  monitoring.  Crit  Care  Med  2002;  30:  1361 – 1364.
11.  Germano  G,  Kiat  H,  Kavanagh  PB,  Moriel  M,  Mazzanti  M,  Su  HT,  et  al.    Automatic  quantification  of  ejection  fraction    from  gated  myocardial  perfusion  SPECT.  The  Journal  of  Nuclear  Medicine,  1995;  36(11): 2138 – 2147.      
12.  Buell  JC.  A  practical,  cost-effective,  noninvasive  system  for  cardiac  output  and  hemodynamic  analysis.  American  Heart  Journal  1988;  116(2):  657-66.
13.  Fejfar  Z,  Zalic  F.  Clinical  value  of  impedance  plethysmography.  Cas  Lek  Cesk  1955;  95(11):  282-90. 
14.  Kuicek  WG,  Krnegis  JN,  Patterson  RP,  Witsoe  DA,  Mattson  RH.  Development  and  evaluation  of  an  impedance  cardiac  output  system.  Aerospace  Med  1996;  37(12):  1208-1212.
15.  Pranulis  M. Impedance  cardiography  (ICG)  noninvasive  hemodynamic  monitoring  provides  as  opportunity  to  deliver  cost  effective  quality  care  for  patients  with  cardiovascular  disorders.  Journal  of  Cardiovascular  Management 2000;  11(3):  13-18.    
16.  Ranuci  M.  Which  cardiac  surgical  patients  can  benefit  from  placement  of  a  pulmonary  artery  catheter?  Crit  Care  2006;  10  Suppl  3 : S 6.
17.  Melc  F,  Buhre  W,  Hanekop  G,  Tirilomis  T,  Hilgers  R,  Sonntag  H.  Comparison  of  continuous  cardiac  output  measurements  in  patients  after  cardiac  surgery.  J  Cardiothorac  Vasc  Anesth  2003;  17: 211 – 216.
18.  Hofer  CK,  Zollinger  A.  Less  invasive  cardiac  output  monitoring:  characteristics  and  limitations.  In:  Vincent  JL  (editor)  2006,  Yearbook  of  Intensive  Care  and  Emergency  Medicine.  Spinger  2007;  162 – 175. 
19.  Magder  S.  Cardiac  output.  Tobin  MJ  (editor).  In:  Principles  and  practice  of  Intensive  Care  Monitoring.  McGraw  Hill  1998,  pp: 797-810. 
20.  Strobeck  J,  Silver  M.  Beyond  the  four  quadrants:  the  critical  and  emerging  role  of  impedance  cardiography  in  heart  failure.  Congest  Heart  Fail,  2004;  10(suppl  2):  1-6.
21.  Siebert  J.  Ocena  watrosci  klinicznej  badania  ukladu  krazenia  i  pluc  za  pomoca  technik  bio-impedan-cyjnych.  Rozprawa  habilitacyjna.  Wydzial  Lekarski,  AMG,  Gdanssk  2000: 1333.
22.  Osypka  MJ,  Bernstein  DP.  Electrophysiologic  principles  and  theory  of  stroke  volume  determination  by  thoracic  electrical  bioimpedance.  AACN  Clin  Iss,  1999;  10:  385-395. 
23.  BioZ  ICG  Monitor  User  Manual.  CardioDynamics,  San  Diego,  CA  2001.
24.  Greenberg  BH,  Hermann  DD,  Pranulis  MF,  Lazio  L,  Cloutier  D.  Reproducibility  of  impedance  cardiography  hemodynamic  measures  in  clinically  stable  heart  failure  patients.  Congest  Heart  Fail,  2000;  6:  19-26.
25.  Engoren  M,  Barbee  D.  Comparison  of  cardiac  output  determinate  by  bioimpedance,  thermodilution,  and  the  Fick  method.  Am  J  Crit  Care,  2005;  14:  40-45.
26.  Ito  H,  Yamakoshi  K,  Yamada  A.  Physiological  and  fluid-dynamic  investigation  of  the  thoracic  impedance  plethysmography  method  for  measuring  cardiac  output:  Part  II.  Analysis  of  thoracic  impedance  wave  by  perfusing  dog.  Med  Biol  Eng,  1976;  14: 373.
27.  Thomsen  A.  Impedance  cardiography.  Is  the  output  from  the  tight  or  left  ventricle  measured?  Int  Care  Med,  1979;  5:  206.
28.  Lababidi  Z,  Ehmke  A,  Durin  R,  Leaverton  P,  Laurel  R.  The  first  derivative  thoracic  impedance  cardiogram.  Circulation,  1970;  41:  651-658.
29.  Hubbard  W,  Fish  D,  McBrien  D.  The  use  of  impedance  cardiography  in  heart  failure.  Int  J  Cardiol,  1986;  12:  71-97. 
30.  Pickett  B,  Buell  J.  Usefulness  of  impedance  cardiogram  to  reflect  left  ventricular  diastolic  function.  Am  J  Cardiol,  1993;  71:  1099-1103.   
31.  Ramos  MU.  An  abnormal  early  diastolic  impedance  waveform:  a  predictor  of  poor  prognosis  in  the  cardiac  patients?  Am  Heart  J,  1997;  94:  274-281.
32.  Nyboer  J,  Bagno  S,  Bamet  A  et  al.  Radiocardiograms:  electrical  impedance  changes  of  the  heart  in  relation  to  electrocardiograms  and  heart  sounds.  J  Clin  Invest,  1940;  19:  963.
33.  Kubicek  WG,  Karnegis  JN,  Patterson  RP  et  al.  Development  and  evaluation  of  an  impedance  cardiac  output  system.  Aerosp  Med,  1966;  37:  1208-1212.
34.  Sramek  BB.  Cardiac  output  by  electrical  impedance.  Med  Electron,  1982;  13:  93-97.
35.  Bernstein  DP.  A  new  stroke  volume  equation  for  thoracic  electrical  bioimpedance:  theory  and  rationale.  Crit Care  Med,  1986;  14:  904-909.   
36.  Yakimets  J,  Jensen  L.  Evaluation  of  impedance  cardiography:  comparison  of  NCCOM3-R7  with  Fick  and  thermodilution  methods.  Heart  Lung,  1995;  24:  194-206.
37.  Marik  PE,  Pendelton  JE,  Smith  R.  A  comparison  of  hemodynamic  parameters  derived  from  transthoracic  electrical  bioimpedance  with  those  parameters  obtained  by  thermodilution  and  ventricular  angiography.  Crit  Care  Med,  1997;  25:  1545-1550.
38.  De  Maria  AN,  Raisinghani  A.  Comparative  overview  of  cardiac  output  measurement  methods:  has  impedance  cardiography  come  of  age?  Congest  Heart  Fail,  2000;  6: 7-18.   
39.  Van  De  Water  JM,  Miller  TW,  Vogel  RL,  Mount  BE,  Dalton  ML.  Impedance  cardiography.  The  next  vital  sing  technology?  Chest,  2003;  123:  2028-2033.
40.  Strobeck  JE,  Silver  M,  Ventura  H.  Impedance  cardiography:  Noninvasive  measurement  of  cardiac  stroke  volume  and  thoracic  fluid  content.  Congest  Heart  Fail,  2000;  6:  3-6.
41.  Sageman  WS,  Riffenburg  RH,  Spiess  BD.  Equivalence  of  bioimpedance  and  thermodilution  in  measuring  cardiac  index  after  cardiac  surgery.  J  Cardiothorac  Vasc  Anesth,  2002;  16:  8-14.
42.  Dranzer  MH,  Thompson  B,  Rosenberg  PB  et  al.  Comparison  og  impedance  cardiography  with  invasive  hemodynamic  measurements  in  patients  with  heart  failure  secondary  to  ischemic  or  nonischemic  cardiomyopathy.
43.  Sramek  BB.  Thoracic  electrical  bioimpedance:  basic  principles  and  physiologic  relationship.  Noninvas  Cardiol  1994;  3:  83-8.
44.  Lasater  M.  Managing  inotrope  therapy  noninvasively.  AACN  Clin  Issues  1999;  10:  406-413.
45.  Weinhold  C,  Reichenspurner  H,  Fulle  P,  Nollert  G,  Reichart  B.  Registration  of  thoracic  electrical  bioimpedance  for  early  diagnosis  of  rejection  after  heart  transplantation.  Journal  of  Heart  and  Lung  Transplantation,  1993;  12:  832-836.
46.  Vignon  P.  Hemodynamic  assessment  of  critically  ill  patients  using  echocardiography  Doppler.  Curr  Opin  Crit  Care  2005;  11:  227 – 234.
47.  Axler  O,  Tousignant  C,  Thompson  CR,  Dallava-Santucci  J  et  al.  Comparison  of  transesophageal  echocardiographic,  fick,  and  thermodilution  cardiac  output  in  critically  ill  patients.  J  Crit  Care  1996;  11: 109 – 116.
48.  Greim  CA,  Roever  N,  Laux  G,  Schulte  am  Esch  J.  On-line  estimation  of  left  ventricular  stroke  volume  using  transoesophageal  echocardiography  and  acoustic  quantification.
49.  Poelaert  JI,  Schupfer  G.  Hemodynamic  monitoring  utilizing  transesophageal  echocardiography.  The  relations  among  pressure,  flow  and  function.  Chest  2005;  127: 379 – 390.
50.  Bettex  DA,  Hinselmann  V,  Hellermann  JP,  Jenni  R,  Schmind  ER.  Transoesophageal  echocardiography  is  unreliable  for  cardiac  output  assessment  after  cardiac  surgery  compared  with  thermodilution.  Anaesthesia  2004;  59: 1184 – 1192. 
51.  Dark  PM,  Singer  M.  The  validity  of  trans-esophageal  Doppler  ultrasonography  as  a  measure  of  cardiac  output  in  critically  ill  adults.  Intensive  Care  Medicine  2004;  30:  2060 – 2066.
52.  Darovic  GO,  Graham  PG,  Pranulis  MAF.  Monitoring  cardiac  output.  In  Darvic  GO.  Hemodynamic  monitoring.  Saunders  3rd  edition.  2002;  245 – 262. 
53.  Vincent  JL,  De  Backer  D.  Cardiac  output  measurement:  Is  least  invasive  always  the  best?  Crit  Care  Med  2002;  30: 2380 – 2382. 
54.  Sharon  Ann  Hunt  SA,  Abraham  WT,  Chin  MH,  et  al.  ACC/AHA  2005  Guideline  update  for  the  diagnosis  and  management  of  chronic  heart  failure  in  the  adult:  a  report  of  the  American  College  of  Cardiology / American  Heart  Association  Task  force  on  Practice  Guidelines.  Circulation  2005;  112:  154 – 235.
55.  Kim  RJ,  Fieno  DS,  Parrish  TB,  et  al.  Relationship  of  MRI  delayed  contrast  enhancement  to  irreversible  injury,  infarct  age,  and  contractible  function.  Circulation  1999;  100:  1992 – 2002.
56.  Kwong  RY,  Chan  AK,  Brown  KA,  et  al.  Impact  of  unrecognized  myocardial  scar  detected  by  cardiac  magnetic  resonance  imaging  on  event-free  survival  in  patients  presenting  with  signs  of  symptoms  of  coronary  artery  disease.  Circulation  2006;  113:  2733 – 2743.
57.  Yeon  SB,  Sabir  A,  Clouse  M,  et  al.  Delayed – enhancement  cardiovascular  magnetic  resonance  coronary  artery  wall  imaging:  comparison  with  multislice  computed  tomography  and  quantitive  coronary  angiography.  J  Am  Coll  Cardiol  2007;  50:  441 – 7. 
58.  Oliver  Gaemperli,  Tiziani  Schepis,  Ines  Valenta,  et  al.  Cardiac  image  fusion  from  stant – alone  SPECT  and  CT:  Clinical  Experience.  J  Nucl  Med  2007;  48:  696 – 703.
59.  Bax  JJ,  Beanlands  RS,  Klocke  FJ,  et  all.  Diagnostic  and  clinical  perspectives  of  fusion  imaging  in  cardiology:  is  the  total  greater  than  the  sums  of  its  parts?  Heart  2007;  93: 16 – 22.
60.  Michael  C.  Kontos.  Myocardial  perfusion  imaging  in  the  acute  care  setting.  J  Nucl  Cardiology  2007; 14: 125 – 32.
61.  Heinrich  R.  Scheibert.  Focus  on  Molecular  Imaging.  J  Nucl  Med  2007;  48:  1915.
62.  Gregory  S.  Thomas,  MD  MPH.  ASNC  News:  A  new  era  in  Nuclear  Cardiology.  J  Nucl  Cardiology  2007;  14: 758 – 9.  
63.  Forssmann  W.  The  catheterization  of  the  right  side  of  the  heart.  Klin  Wockenschr.  1929;  45:  2085 – 2087.
64.  Gournand  A,  Causon  HD,  Bloomfield  RA,  et  al.  Recording  of  right  heart  pressures  in  man.  Proc  Sc  Exp  Biol  Med.  1994;  55:  34 – 36.
65.  Ganz  W,  Donoso  R,  Marcus  HJ,  et  al.  A  new  technique  for  measurement  of  cardiac  output  by  thermodilution  in  man.  Am  J  Cardiol.  1971; 27: 392 – 396.
66.  Swan  HJC,  Ganz  W,  Forrester  J,  et  al.  Catheterization  of  the  heart  in  man  with  use  of  a  flow  directed  balloon  tipped  catheter.  N  Engl  J  Med.  1970;  283:  447 – 451.
67.  Wiener  RS,  Welth  HG:  Trends  in  the  use  of  the  pulmonary  artery  catheter  in  the  United  States,  1993 – 2004.  JAMA.  2007;  298:  423 – 429.
68.  Fomler  RA,  Cook  DJ.  The  arc  of  the  pulmonary  artery catheter.  JAMA  2003;  290:  2732 – 2734.
69.  Van  de  Water  J,  Mount  B,  Chandra  KMD,  et  al.  TFC  (Thoracic  Fluid  Content):  A  new  parameter  for  assessment  of  changes  in  chest  fluid  volume.  The  American  Surgeon.  2005;  71: 81-84. 
70.  Mayer  AF,  Schroeder  C,  Heusser  K,  et  al.  Influences  of  nonepinephrine  transporter  function  on  the  distribution  of  sympathetic  activity  in  humans.  Hypertension,  2006;  48:  120-126.
71.  Piechota  M,  Irmanski  R,  Banach  M,  et  al.  Can  impedance  cardiography  be  routinely  applied  in  patients  with  sepsis  and  severe  sepsis?  Archives  of  Medical  Science.  2006,  Vol: 2,  issue: 2,  114 – 121. 
72.  Jansen  JRC,  Van  den  Berg  PCM.  Cardiac  output  by  thermodilution  and  arterial  pulse  contour  techniques.  In  Pinsky  MR,  Payen  D  (eds):  Functional  hemodynamic  monitoring,  Springer  2005;  pp: 135 – 152. 
73.  Critchley  LAH,   Critchley  AJH.  A  meta-analysis  of  studies  using  bias  and  precition  statistics  to  compare  cardiac  output  measurement  techniques.  J  Clin  Monit  Comput  1999;  15: 85 – 91.  
74.  Nollert  G,  Reichart  B.  Registration  of  thoracic  electrical  bioimpedance  for  early  diagnosis  of  rejection  after  heart  transplantation.  J  Heart  Lung  Transplant,  1993; 12: 832 – 836.
75.  Sherwood  A,  McFetridge  J,  Hutcheson  JS.  Ambulatory  impedance  cardiography:  a  feasibility  study.  J  Appl  Physiol,  1998;  85:  2365 – 2369.
76.  Yung  GL,  Fedullo  PF,  Kinninger  K,  Johnson  W,  Channick  R.  Comparison  of  impedance  cardiography  to  direct  Fick  and  thermodilution  cardiac  output  determination  in  pulmonary  arterial  hypertension.  Congest  Heart  Fail,  2004;  10  (suppl.  2): 7 – 10.
77.  Yu  CM,  Wang  L,  Chou  E  et  al.  Intrathoracic  impedance  monitoring  in  patients  with  heart  failure:  correlation  with  fluid  status  and  feasibility  of  early  warning  preceding  hospitalization.  Circulation,  2006;  112:  841 – 848.
78.  Ganion  V,  Rhodes  M,  Stadler  RW.  Intrathoracic  impedance  to  monitor  heart  failure  status:  a  comparison  of  two  methods  in  chronic  heart  failure  dog  model.  Congest  Heart  Fail,  2005;  211:  177 – 181.
79.  Forrester  JS,  Diamond  G,  Chatterjee  K,  Swan  HJC.  Correlative  classification  of  clinical  and  hemodynamic  function  after  acute  myocardial  infarction.  J  Am  Cardiol  1997;  39:  137 – 145.  
80.  Nawarycz  T,  Ostrowska  - Nawarycz  L,  Kaczmarek  J.  Impact  of  cardiovascular  reaction  using  the  impedance  cardiography  method  in  borderline  hypertension.  Ann  Acad  Sci,  1999;  873:  174 – 181.    
81.  Verhoeve  PE,  Cadwell  CA,  Tsadok  S.  Reproducibility  of  noninvasive  bioimpedance  measurements  of  cardiac  function.  J  Card  Fail,  1998;  4 (suppl.): S3 (abstract).  
82.  Heerdt  PM,  Pond  CG,  Blessios  GA,  Rosenbloom  M.  Comparison  of  cardiac  output  measured  by  intrapulmonary  artery  Doppler,  thermodilution,  and  electromagnetometry.  Ann  Thorac  Surg,  1992; 54: 959 – 966.
83.  Botero  M,  Kirby  D,  Lobato  EB,  Staples  ED,  Gravenstein  N.  Measurement  of  cardiac  output  before  and  after  cardiopulmonary  bypass:  Comparison  among  aortic  transit – time  ultrasound,  thermodilution,  and  noninvasive  partial  CO2  rebreathing.  J  Cardiothorac  Vasc  Anesth,  2004;  18: 562 – 564.
84.  Myles  PS,  Gin  T.  Statistical  methods  for  anesthesia  and  intensive  care.  Elsevier  2000;  90 – 92.
85.  Bajorat  J,  Hofmockel  R,  Vagts  DA,  Janda  M,  Pohl  B,  Beck  C,  Noeldge-Schmburg  G.  Comparison  of  invasive  and  less – invasive  techniques  of  cardiac  output  measurement  under  different  haemodynamic  conditions  in  a  pig  model.  Eur  J  Anesthesiol  2006; 23: 23 – 30.  
86.  Hogue CW,  Rosenbloom  M,  McCawley  C,  Lappas  DG.  Comparison  of  cardiac  output  measurement  by  continuous  thermodilution  with  electromagnetometry  in  adult  cardiac  surgical  patients.  J  Cardiothorac  Vasc  Anesth.  1994;  8: 631 – 635.
87.  Ganz  W,  Swan  HJ.  Measurement  of  blood  flow  by  thermodilution.  Am  J  Cardiol.  1972;  29: 241 – 246.
88.  Nilsson  LB,  Nilsson  JC,  Skovgaard  LT,  Berthelsen  PG.  Thermodilution  cardiac  output  -  are  three  injections  enough?  Acta  Anaesthesiol  Scand.  2004;  48: 1322 – 1327.  
89.  Fuller  HD.  The  validity  of  cardiac  output  measurement  by  thoracic  impedance:  a  meta – analysis.  Clin  Invest  Med  1992;  15: 103 – 12.
90.  Raaijmakers  E,  Faes  TJ,  Scholten  J,  Goovaerts  G,  Heethaar  RM.  A  meta – analysis  of  three  decades  of  validating  thoracic  impedance  cardiography.  Crit  Care  Med  1999; 27: 1203 – 13.
91.  Shoemaker  WC,  Belzberg  H,  Wo  CJ,  Miltzman  DP,  et  al.  Multicenter  study  of  noninvasive  monitoring  systems  as  alternatives  to  invasive  monitoring  of  acutely  ill  emergency  patients.  CHEST  1998;  114:  1643 – 1652.
92.  Edmunds  AT,  Godfrey  S,  Tooley  M.  Cardiac  output  measurement  by  transthoracic  impedance  cardiography  at  rest,  during  exercise  and  at  various  lung  volumes.  Clin  Sci  1982; 63(2): 107 – 13.
93.  Summers  R,  Schoemaker  W,  Peacock  WF,  Ander  D,  Coleman  T.  Bench  to  bedside  series:  Impedance  cardiography  (ICG).  Acad  Emerg  Med  2003;  10(6): 669 – 680.  
94.  Voulgari  C,  Tendolouris  N,  Moussakis  I,  Dilaveris  P,  Gialafos  E,  Papadogiannis  D,  et  al.  The  spatial  QRS-T  angle:  association  with  diabetes  and  left  ventricular  performance.  Eur  J  Clin  Invest  2006;  36:  608 – 613.   
95.  Bergstrom  B,  Manhem  P,  Bramnert  M,  Lilja  B,  Sundkvist  G.  Impaired  responses  of  plasma  catecholamines  to  exercise  in  diabetic  patients  with  abnormal  heart  rate  reactions  to  tilt.  Clin  Physiol  1989;  9:  259 – 267.
96.  Batchvarov  V,  Dilaveris  P,  Farbom  P,  Ghuran  A,  Acar  B,  Hnatkova  K,  et  al.  New  description  of  homogeneity  of  the  propagation  of  ventricular  repolarization.  Pacing  Clin  Electrophysiol  2000,  23:  1968 – 1972. 
Galt  J,  Garsia  E,  Robbins  W.  Effects  of  myocardial  wall  thickness  on  SPECT  quantification.  IEEE  Trans  Med  Imag  1990’ 9: 144 – 150.